πάμφορος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάθε]] είδους καρπούς, γονιμότατος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[μαζί]] του τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=[[πάμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάθε]] είδους καρπούς, γονιμότατος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[μαζί]] του τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμφορος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium [[ferax]], [[χώρη]] παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· [[ένας]] [[φίλος]] λέγεται παμφορώτατον [[κτῆμα]], από Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, [[πάμφορος]] [[χέραδος]], ανάμεικτη [[μάζα]] από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφορος Medium diacritics: πάμφορος Low diacritics: πάμφορος Capitals: ΠΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pámphoros Transliteration B: pamphoros Transliteration C: pamforos Beta Code: pa/mforos

English (LSJ)

ον,

   A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr.HP3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7.    II bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., π. θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.

German (Pape)

[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.

Greek Monolingual

πάμφορος, -ον (Α)
1. αυτός που παράγει κάθε είδους καρπούς, γονιμότατος
2. αυτός που φέρει μαζί του τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φόρος].

Greek Monotonic

πάμφορος: -ον (φέρω
I. αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium ferax, χώρη παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· ένας φίλος λέγεται παμφορώτατον κτῆμα, από Ξεν.
II. αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, πάμφορος χέραδος, ανάμεικτη μάζα από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ.