παρευρίσκω: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=trouver en outre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εὑρίσκω]]. | |btext=trouver en outre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εὑρίσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-εῦρον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ανακαλύπτω]], [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ <i>παρευρέθην</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A discover besides, invent, Hdt.1.26, Str.16.2.25 (Pass.), Hermog.Inv.3.1 (Pass.) ; π. τι ἔς τινας Paus.9.5.3. 2 Pass., ἐς οὗ . . σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ be discovered in them, Hdt.3.31. II fabricate, in Pass., ἀληθῆ καὶ μὴ παρευρημένα Philostr.Her.3.1, cf. 11.
German (Pape)
[Seite 519] (s. εὑρίσκω), daneben oder daran ausfindig machen oder erfinden, Her. 1, 26. 3, 31, Etwas an Einem entdecken, bemerken, τί τινι, auch τὶ εἴς τινα, Sp.; übh. erfinden, erdichten, im Ggstz zur wahren Erzählung.
Greek (Liddell-Scott)
παρευρίσκω: μέλλ. -ευρήσω: ἀόρ. -εῦρον: - ἀνακαλύπτω προσέτι, ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 1. 26, Στράβων 758· π. τι εἴς τινα Παυσ. 9. 5, 3. 2) Παθ., ἐς οὗ .. σφι ἄδικόν τι παρευρεθῇ, ἀνακαλυφθῇ ἐν αὐτοῖς, Ἡρόδ. 3. 31. ΙΙ. ἐπινοῶ διήγημα, κτλ.· μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.
French (Bailly abrégé)
trouver en outre.
Étymologie: παρά, εὑρίσκω.
Greek Monotonic
παρευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, αόρ. βʹ -εῦρον·
1. ανακαλύπτω, εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι, σε Ηρόδ.
2. Παθ., ανακαλύπτομαι, αόρ. αʹ παρευρέθην, στον ίδ.