πατρονομία: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πατρονόμος]]<br /><b>1.</b> η πατρική [[εξουσία]] ή [[διακυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]], η [[υπηρεσία]] του πατρονόμου.
|mltxt=ἡ, Α [[πατρονόμος]]<br /><b>1.</b> η πατρική [[εξουσία]] ή [[διακυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]], η [[υπηρεσία]] του πατρονόμου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πατρονομία:''' ἡ, πατρική [[εξουσία]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρονομία Medium diacritics: πατρονομία Low diacritics: πατρονομία Capitals: ΠΑΤΡΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: patronomía Transliteration B: patronomia Transliteration C: patronomia Beta Code: patronomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A paternal government, Luc.Dem.Enc.12.    II office of πατρονόμος, at Sparta, IG5(1).311, al.; ἡ θεοῦ Λυκούργου π. ib.541.17.

German (Pape)

[Seite 536] ἡ, die Regierung eines πατρονόμος, Herrschaft des Familienvaters, Luc. Dem. enc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

πατρονομία: ἡ, πατρικὴ κυβέρνησις, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρονόμου ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1341, 1356.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
autorité ou direction paternelle.
Étymologie: πατρονόμος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πατρονόμος
1. η πατρική εξουσία ή διακυβέρνηση
2. το αξίωμα, η υπηρεσία του πατρονόμου.

Greek Monotonic

πατρονομία: ἡ, πατρική εξουσία, σε Λουκ.