περιαρτάω: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />suspendre autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀρτάω]]. | |btext=-ῶ :<br />suspendre autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀρτάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A hang round or on, ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς] Poll.1.242; χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2:—Pass., of persons, πήραν περιηρτημένος having it hung round one, S.E.M.2.105; τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας -ηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.VS2.1.8; of things, to be hung round, τῷ τραχήλῳ Plu.Per.38, cf. Poll.5.101.
German (Pape)
[Seite 569] ringsumher anhängen, Plut. Pericl. 38.
Greek (Liddell-Scott)
περιαρτάω: ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς Πολυδ. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suspendre autour.
Étymologie: περί, ἀρτάω.
Greek Monotonic
περιαρτάω: μέλ. -ήσω, αναρτώ ολόγυρα ή πάνω σε κάτι — Παθ., είμαι κρεμασμένος ολόγυρα ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.