πολυνιφής: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χιόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίφα]], ποιητ. αιτ. του <i>νίψ</i> «[[χιόνι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-<i>νιφής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χιόνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νιφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίφα]], ποιητ. αιτ. του <i>νίψ</i> «[[χιόνι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ακρο</i>-<i>νιφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠνῐφής:''' -ές ([[νίφω]]), αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] σε [[χιόνι]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνῐφής Medium diacritics: πολυνιφής Low diacritics: πολυνιφής Capitals: ΠΟΛΥΝΙΦΗΣ
Transliteration A: polyniphḗs Transliteration B: polyniphēs Transliteration C: polynifis Beta Code: polunifh/s

English (LSJ)

ές,

   A deep with snow, δρία E.Hel. 1326 (lyr.):—also πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνῐφής: -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, πλήρης χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. ἀγάννιφος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout couvert de neige.
Étymologie: πολύς, νίφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πολλά χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. του νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο-νιφής].

Greek Monotonic

πολῠνῐφής: -ές (νίφω), αυτός που έχει μεγάλο βάθος σε χιόνι, σε Ευρ.