πολύθυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («[[θέσπις]] σοι [[πολύθυτος]] ἀεὶ τιμά κραίνεται», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> «[[θυσιάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[ιερό]]-<i>θυτος</i>, <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («[[θέσπις]] σοι [[πολύθυτος]] ἀεὶ τιμά κραίνεται», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> «[[θυσιάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[ιερό]]-<i>θυτος</i>, <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύθῠτος:''' -ον, αυτός που αφθονεί σε θυσίες, σε Πίνδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθῠτος Medium diacritics: πολύθυτος Low diacritics: πολύθυτος Capitals: ΠΟΛΥΘΥΤΟΣ
Transliteration A: polýthytos Transliteration B: polythytos Transliteration C: polythytos Beta Code: polu/qutos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in sacrifices, ἔρανος, πομπαί, Pi.P.5.77, N.7.47; σφαγαί S.Tr.756; ἄλσος Ἀρτέμιδος E.IA185 (lyr.); τιμά Id.Heracl.777 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 663] mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθῠτος: -ον, ὁ πλήρης θυσιῶν, ὁ μετὰ πολλῶν θυσιῶν, ἔρανος, πομπαὶ Πινδ. Π. 5. 102, Ν. 7. 69· σφαγαὶ Σοφ. Τρ. 756· ἄλσος Ἀρτέμιδος Εὐρ. Ι. A. 185· τιμὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 777 (ἔνθα ὁ Δινδ. πολύθυστος χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. ἄθυστος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 accompagné ou qui se compose de nombreux sacrifices;
2 où l’on offre de nombreux sacrifices.
Étymologie: πολύς, θύω.

English (Slater)

πολῠθῠτος, -ον
   1 with many sacrifices πολύθυτον ἔρανον (P. 5.77) ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό-θυτος, καλλί-θυτος].

Greek Monotonic

πολύθῠτος: -ον, αυτός που αφθονεί σε θυσίες, σε Πίνδ. κ.λπ.