πολύθυτος
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
πολύθυτον, abounding in sacrifices, ἔρανος, πομπαί, Pi.P.5.77, N.7.47; σφαγαί S.Tr.756; ἄλσος Ἀρτέμιδος E.IA185 (lyr.); τιμά Id.Heracl.777 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 663] mit od. von vielen Opfern; ἔρανος, πομπαί, Pind. P. 5, 72 N. 7, 47; τιμά, ἄλσος, Eur. Heracl. 777 I. A. 185; σφαγαί, Soph. Trach. 753.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 accompagné ou qui se compose de nombreux sacrifices;
2 où l'on offre de nombreux sacrifices.
Étymologie: πολύς, θύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύθυτος -ον [πολύς, θύω] met veel offers.
Russian (Dvoretsky)
πολύθῠτος:
1 сопровождаемый многочисленными жертвоприношениями (πομπαί Pind.): σφαγαὶ πολύθυτοι Eur. заклание многих жертв;
2 в котором совершаются частые жертвоприношения (ἄλσος Ἀρτέμιδος Eur.).
English (Slater)
πολῠθῠτος, -ον with many sacrifices πολύθυτον ἔρανον (P. 5.77) ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (N. 7.47)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό-θυτος, καλλί-θυτος].
Greek Monotonic
πολύθῠτος: -ον, αυτός που αφθονεί σε θυσίες, σε Πίνδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθῠτος: -ον, ὁ πλήρης θυσιῶν, ὁ μετὰ πολλῶν θυσιῶν, ἔρανος, πομπαὶ Πινδ. Π. 5. 102, Ν. 7. 69· σφαγαὶ Σοφ. Τρ. 756· ἄλσος Ἀρτέμιδος Εὐρ. Ι. A. 185· τιμὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 777 (ἔνθα ὁ Δινδ. πολύθυστος χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. ἄθυστος).
Middle Liddell
πολύ-θῠτος, ον,
abounding in sacrifices, Pind., etc.