πολυτάλαντος: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυτάλαντος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] τάλαντα, χρήματα, πολύ [[πλούσιος]], [[πάμπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] με [[πολλά]] ταλέντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] πολλών ταλάντων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] πολλών ταλάντων, [[βαρύτιμος]] («[[πολυτάλαντος]] [[λίθος]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>τάλαντος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολυτάλαντος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] τάλαντα, χρήματα, πολύ [[πλούσιος]], [[πάμπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] με [[πολλά]] ταλέντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] πολλών ταλάντων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] πολλών ταλάντων, [[βαρύτιμος]] («[[πολυτάλαντος]] [[λίθος]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>τάλαντος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠτάλαντος:''' -ον ([[τάλαντον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αξίζει [[πολλά]] τάλαντα, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στην [[κατοχή]] του [[πολλά]] τάλαντα, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[τᾰ], ον,
A worth many talents, γάμος, μισθός, Luc.DMeretr.7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book, πραγματεία π. Ath. 9.398e. 2 possessing many talents, οἶκος Luc.Tox.14, cf. Poll.9.54. 3 weighing many talents, λίθος Alciphr.3.10; τράπεζα τὴν ὁλκήν π. J.BJ7.5.5, cf. Luc.JTr.7.
German (Pape)
[Seite 674] viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισθός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίθος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτάλαντος: -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, γάμος, μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία (ὑπὲρ τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, πλούσιος, οἶκος Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pèse ou vaut beaucoup de talents;
2 qui possède beaucoup de talents, opulent.
Étymologie: πολύς, τάλαντον.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυτάλαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος
νεοελλ.
αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων
2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος («πολυτάλαντος λίθος», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τάλαντον (πρβλ. δεκα-τάλαντος].
Greek Monotonic
πολῠτάλαντος: -ον (τάλαντον),
1. αυτός που αξίζει πολλά τάλαντα, σε Λουκ.
2. αυτός που έχει στην κατοχή του πολλά τάλαντα, στον ίδ.