πριστός: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πριστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> κομμένος με [[πριόνι]], [[πριονιστός]], πριονισμένος<br /><b>2.</b> όμοιος με [[πριόνι]], [[οδοντωτός]], [[πριονωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μάρμαρο]]) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πριονίσει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πριστὸς [[ἐλέφας]]» — στιλβωμένο ελεφάντινο [[οστό]], [[φίλντισι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]» (για το -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ.]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πριστός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> κομμένος με [[πριόνι]], [[πριονιστός]], πριονισμένος<br /><b>2.</b> όμοιος με [[πριόνι]], [[οδοντωτός]], [[πριονωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μάρμαρο]]) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πριονίσει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πριστὸς [[ἐλέφας]]» — στιλβωμένο ελεφάντινο [[οστό]], [[φίλντισι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]» (για το -<i>σ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A sawn, ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 702] adj. verb. von πρίω, gesägt, zerschnitten; ἐλέφας, zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; κνῆσμα, Qu. Maec. 6 (VI, 233).
Greek (Liddell-Scott)
πριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρίω, κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, ἐλέφας Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης κνίσμα Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
scié.
Étymologie: adj. verb. de πρίω.
English (Autenrieth)
(πρίω): sawn, ivory, Od. 18.196 and Od. 19.564.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].
Greek Monotonic
πριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.