πρευμένεια: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πρευμενής]]<br />[[πραότητα]], [[ηπιότητα]], [[ευμένεια]].
|mltxt=ἡ, Α [[πρευμενής]]<br />[[πραότητα]], [[ηπιότητα]], [[ευμένεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρευμένεια:''' ἡ, [[πραότητα]] διάθεσης, [[ηπιότητα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρευμένεια Medium diacritics: πρευμένεια Low diacritics: πρευμένεια Capitals: ΠΡΕΥΜΕΝΕΙΑ
Transliteration A: preuméneia Transliteration B: preumeneia Transliteration C: prevmeneia Beta Code: preume/neia

English (LSJ)

ἡ,

   A gentleness of temper, graciousness, E.Or.1323.

German (Pape)

[Seite 699] ἡ, Sanftmuth, Huld, Eur. Or. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

πρευμένεια: ἡ, πραότης διαθέσεως, ἠπιότης, χάρις, εὐμένεια, Εὐρ. Ὀρ. 1323.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienveillance, bonté.
Étymologie: πρευμενής.

Greek Monolingual

ἡ, Α πρευμενής
πραότητα, ηπιότητα, ευμένεια.

Greek Monotonic

πρευμένεια: ἡ, πραότητα διάθεσης, ηπιότητα, σε Ευρ.