προαναλίσκω: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]]. | |mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ώσω Th.1.141: aor. -ανάλωσα, also -ανήλωσα IG22.834.3:—use up or spend before, χρήματα Th. l.c.; μνᾶν ἀργυρίου D.41.11; π., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Lys.19.57; π. ἑαυτούς D.C.59.18; π.τῆς γνώσεως ἑαυτούς, i.e. πρὸ τῆς γνώσεως, Plu.2.517a:—Pass., throw away one's life first, Th.7.81; of water, to be used up before, Hp.Vict.2.42, Arist.Mete.349b11.
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἀναλίσκω), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. προσαναλίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
προανᾱλίσκω: μέλλ. -ώσω· ἀόρ. -νάλωσα. Ἀναλίσκω, ἐξοδεύω πρότερον, χρήματα Θουκ. 1. 141· ἀργύριον Δημ. 1031. 14· πρ., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Λυσ. 157. 9· πρ. ἑαυτοὺς Δίων Κ. 59. 18· πρ. τῆς γνώσεως ἑαυτούς, δηλ. πρὸ τῆς γνώσεως, Πλούτ. 2. 517Α. ― Παθητ., προαναλωθῆναι Θουκ. 7. 81· ἐπὶ ὕδατος, καταναλίσκομαι πρότερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 6.
French (Bailly abrégé)
f. προαναλώσω, ao. προανήλωσα ou προηνάλωσα, etc.
1 dépenser d’avance ou auparavant;
2 fig. consumer ou épuiser auparavant ; Pass. succomber avant.
Étymologie: πρό, ἀναλίσκω.
Greek Monolingual
Α ἀναλίσκω
1. ξοδεύω εκ τών προτέρων
2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.)
3. παθ. προαναλίσκομαι
(για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν.
Greek Monotonic
προανᾱλίσκω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ -ανάλωσα· ξοδεύω ή καταναλώνω από πριν, εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., εκθέτω σε κίνδυνο την ζωή κάποιου, σε Θουκ.