προαποπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀποπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=Α [[ἀποπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προαποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[διώχνω]] [[μακριά]] από [[πριν]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποπέμπω Medium diacritics: προαποπέμπω Low diacritics: προαποπέμπω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: proapopémpō Transliteration B: proapopempō Transliteration C: proapopempo Beta Code: proapope/mpw

English (LSJ)

   A send away, dismiss before, D.C.60.34:—Med., X.Cyr.4.2.29:—Pass., Th.3.25.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαποπέμπω: ἀποπέμπω, ἀπολύω πρότερον, Θουκ. 3. 25, Δίων Κ. 60. 34. ― Μέσ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

renvoyer auparavant, envoyer par avance.
Étymologie: πρό, ἀποπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.).

Greek Monotonic

προαποπέμπω: μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.