προεισπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[στέλνω]] κάποιον [[κάπου]] [[προηγουμένως]] («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς [[οὕτως]] εἰσήει», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπέμπω]] «[[στέλνω]] κάποιον [[κάπου]]»].
|mltxt=Α<br />[[στέλνω]] κάποιον [[κάπου]] [[προηγουμένως]] («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς [[οὕτως]] εἰσήει», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσπέμπω]] «[[στέλνω]] κάποιον [[κάπου]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεισπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισπέμπω Medium diacritics: προεισπέμπω Low diacritics: προεισπέμπω Capitals: ΠΡΟΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: proeispémpō Transliteration B: proeispempō Transliteration C: proeispempo Beta Code: proeispe/mpw

English (LSJ)

   A send in before, X.Cyr.5.2.6, J.AJ 14.11.6, Luc.Alex.11, etc.

German (Pape)

[Seite 718] vorher hineinschicken; Xen. Cyr. 5, 2, 6; Luc. Alex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

προεισπέμπω: εἰσπέμπω πρότερον, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 6, Λουκ. Ἀλέξ. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer en avant, acc.;
2 introduire auparavant, particul. introduire avec pompe, acc..
Étymologie: πρό, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»].

Greek Monotonic

προεισπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.