προβληματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[προβληματώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πρόβλημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πρόβλημα]], [[προβληματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυσχερής]], [[αμφίβολος]].
|mltxt=-ες / [[προβληματώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πρόβλημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[πρόβλημα]], [[προβληματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[δυσχερής]], [[αμφίβολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προβλημᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[προβληματικός]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλημᾰτώδης Medium diacritics: προβληματώδης Low diacritics: προβληματώδης Capitals: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: problēmatṓdēs Transliteration B: problēmatōdēs Transliteration C: provlimatodis Beta Code: problhmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A problematical, Plu.Cat.Mi.25.

German (Pape)

[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / προβληματώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβλημα, -ατος]
1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός
2. (κατ' επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος.

Greek Monotonic

προβλημᾰτώδης: -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.