πολύϊππος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος [[υἱόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] «[[άλογο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φίλ</i>-<i>ιππος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος [[υἱόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] «[[άλογο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φίλ</i>-<i>ιππος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύϊππος:''' -ον, [[πλούσιος]] σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊππος Medium diacritics: πολύϊππος Low diacritics: πολύϊππος Capitals: ΠΟΛΥΪΠΠΟΣ
Transliteration A: polýïppos Transliteration B: poluippos Transliteration C: polyippos Beta Code: polu/i+ppos

English (LSJ)

ον,

   A rich in horses, Il.13.171, D.P.308, Tryph.171.

German (Pape)

[Seite 663] viele Pferde habend; Il. 13, 171; Schol. Aesch. Pers. 799.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊππος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἵππους, Ἰλ. Ν. 171, Διον. Π. 308.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevaux nombreux.
Étymologie: πολύς, ἵππος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].

Greek Monotonic

πολύϊππος: -ον, πλούσιος σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.