πολύθηρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>θηρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>θηρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που είναι [[άφθονος]] σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθηρος Medium diacritics: πολύθηρος Low diacritics: πολύθηρος Capitals: ΠΟΛΥΘΗΡΟΣ
Transliteration A: polýthēros Transliteration B: polythēros Transliteration C: polythiros Beta Code: polu/qhros

English (LSJ)

ον,

   A with much game, full of wild beasts, νάπος E.Ph. 801 (lyr., Sup.).    II mighty huntress, epith. of Δίκτυννα, Id.Hipp. 145 (lyr.).    III taking many fish, Hld.5.18.

German (Pape)

[Seite 663] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθηρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «κυνήγιον», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en bêtes fauves.
Étymologie: πολύς, θήρ et θήρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα
2. (συν. ως προσωνυμία της Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. παν-θηρος].

Greek Monotonic

πολύθηρος: -ον (θήρ), αυτός που είναι άφθονος σε άγρια ζώα, σε Ευρ.