προσευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ [[γενναιότητα]] προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] («ὃν μόνον προσεῡρον [[πιστόν]]», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εφευρίσκω]], [[επινοώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ [[γενναιότητα]] προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρίσκω]] («ὃν μόνον προσεῡρον [[πιστόν]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]] [[επιπλέον]] ή [[ακόμη]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσευρίσκω Medium diacritics: προσευρίσκω Low diacritics: προσευρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: proseurískō Transliteration B: proseuriskō Transliteration C: prosevrisko Beta Code: proseuri/skw

English (LSJ)

   A find besides, Plb.1.59.6 (Pass.), Ascl.Tact.12.10: simply, find, ὃν . . μόνον π. πιστόν S.El.1352:—Med., Corn.ND19.

German (Pape)

[Seite 763] (s. εὑρίσκω), noch dazu finden; ὃν μόνον προσεῦρον πιστόν, Soph. El. 1344; Pol. 1, 59, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσευρίσκω: εὑρίσκω προσέτι, Πολύβ. 1. 59, 6, κτλ.˙ ἁπλῶς εὑρίσκω, ὅν... μόνον πρ. πιστὸν Σοφ. Ἠλ. 1352.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προσεῦρον, etc.
trouver ou imaginer en outre.
Étymologie: πρός, εὑρίσκω.

Greek Monolingual

Α
1. εφευρίσκω, επινοώ κάτι ακόμη («εἰς τὰ κοινὰ φιλοτιμίαν καὶ γενναιότητα προσευρέθη ἡ πρὸς τὴν συντέλειαν», Πολ.)
2. βρίσκω («ὃν μόνον προσεῡρον πιστόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προσευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω επιπλέον ή ακόμη, σε Σοφ.