προμαντεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(eksahir)
(6)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[vaticinar]], [[profetizar]]
|esgtx=[[vaticinar]], [[profetizar]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''προμαντεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ.· [[προφητεύω]], σε Ηρόδ.· με αιτ., [[προμαντεύω]], [[προλέγω]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμαντεύομαι Medium diacritics: προμαντεύομαι Low diacritics: προμαντεύομαι Capitals: ΠΡΟΜΑΝΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: promanteúomai Transliteration B: promanteuomai Transliteration C: promanteyomai Beta Code: promanteu/omai

English (LSJ)

   A prophesy, foretell, divine, abs., Hdt.3. [125]: c. acc., [ψυχὴ] π. τὰ μέλλοντα Arist.Fr.10; foresee, E.Fr.482; τὸν ὄλεθρόν τινι ἔκ τινος D.C.57.20; π. ὡς . . Luc.DDeor.16.1: c.acc. et inf., Id.DMort.11.2:—Act. προμαντεύω in Plu.Cat.Ma.23.

German (Pape)

[Seite 733] dep. med., vorher weissagen, τὰ μέλλοντα, Luc. Conviv. 17 u. öfter; u. a. Sp.; bei Plut. Cat. mai. 23 auch im activ.

Greek (Liddell-Scott)

προμαντεύομαι: ἀπολ., προφητεύω, Ἡρόδ. 3. 125, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12· μετ’ αἰτ., προλέγω, τι Εὐρ. Ἀποσπ. 485· τὸν ὄλεθρόν τινι Δίων Κ. 57. 20· πρ. ὡς..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 11. 2. ― Ἐνεργ., προμαντεύω παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 23.

Spanish

vaticinar, profetizar

Greek Monotonic

προμαντεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ.· προφητεύω, σε Ηρόδ.· με αιτ., προμαντεύω, προλέγω, σε Λουκ.