πρώταρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[πρωτόαρχος]] Μ<br />ο [[πρώτος]], ο [[αρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[πρωτόαρχος]] Μ<br />ο [[πρώτος]], ο [[αρχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρώταρχος:''' ὁ, [[πρώτος]], [[αρχικός]], <i>πρ. ἄτα</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώταρχος Medium diacritics: πρώταρχος Low diacritics: πρώταρχος Capitals: ΠΡΩΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: prṓtarchos Transliteration B: prōtarchos Transliteration C: protarchos Beta Code: prw/tarxos

English (LSJ)

ον,

   A primal, ἄτη A.Ag.1192.

German (Pape)

[Seite 804] zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

πρώταρχος: ὁ, ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχικός, πρ. ἄτα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui marque le commencement d’une chose.
Étymologie: πρῶτος, ἄρχω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ
ο πρώτος, ο αρχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -αρχος].

Greek Monotonic

πρώταρχος: ὁ, πρώτος, αρχικός, πρ. ἄτα, σε Αισχύλ.