πρόσορος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[πρόσουρος]], -ον, Α<br />αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] / [[οὖρος]] «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>όμ</i>-<i>ορος</i>].
|mltxt=και ιων. τ. [[πρόσουρος]], -ον, Α<br />αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, [[γειτονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅρος]] / [[οὖρος]] «όριο, [[σύνορο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>όμ</i>-<i>ορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσορος:''' βλ. πρόσ-ουρος.
}}
}}

Revision as of 01:29, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσορος Medium diacritics: πρόσορος Low diacritics: πρόσορος Capitals: ΠΡΟΣΟΡΟΣ
Transliteration A: prósoros Transliteration B: prosoros Transliteration C: prosoros Beta Code: pro/soros

English (LSJ)

ον, Ion. πρόσουρος Hdt. (v. infr.), once in S., Ph.691:—

   A adjoining, bordering on, Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον shd. be read.

German (Pape)

[Seite 775] ion. πρόσουρος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 2, 12. 18. 3, 97. 102. 5, 49; auch Soph. Phil. 686 hat die ion. Form πρόσουρος; Xen. Cyr. 6, 1, 17 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορος: -ον, ἴδε πρόσουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 limitrophe de, τινι;
2 confiné dans la solitude, solitaire.
Étymologie: πρός, ὅρος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πρόσουρος, -ον, Α
αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ορος / -ουρος (< ὅρος / οὖρος «όριο, σύνορο»), πρβλ. όμ-ορος].

Greek Monotonic

πρόσορος: βλ. πρόσ-ουρος.