προσνέω: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[κολυμπώ]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[συσσωρεύω]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] στον σωρό που ήδη υπάρχει, [[επισωρεύω]] («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III) «[[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[κολυμπώ]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />[[συσσωρεύω]] επί [[πλέον]], [[προσθέτω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] στον σωρό που ήδη υπάρχει, [[επισωρεύω]] («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III) «[[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσνέω:''' μέλ. -[[νεύσομαι]], [[κολυμπώ]] σε ή προς, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνέω Medium diacritics: προσνέω Low diacritics: προσνέω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΩ
Transliteration A: prosnéō Transliteration B: prosneō Transliteration C: prosneo Beta Code: prosne/w

English (LSJ)

(A), aor.

   A -ένευσα Th.3.112:—swim to or towards, l.c.; λιμένι Luc.Bis Acc.21.
προσνέω (B),

   A heap up against, ξύλα ταῖς θύραις Plu.2.775e.

German (Pape)

[Seite 773] (s. νέω), zu-, hinanschwimmen, προσένευσαν Thuc. 3, 112, u. Sp., wie Luc. bis acc. 21. (s. νέω), dazu anhäufen, ξύλα ταῖς θύραις, Plut. amat. narr. 5 a. E.

Greek (Liddell-Scott)

προσνέω: μέλλ. -νεύσομαι, προσνήχομαι, Θουκ. 3. 112, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21.

French (Bailly abrégé)

1entasser devant, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, νέω⁴.
2nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νέω².

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ προς μια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (Ι) «κολυμπώ»].———————— (II)
Α
συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

προσνέω: μέλ. -νεύσομαι, κολυμπώ σε ή προς, σε Θουκ.