ῥυδόν: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ῥουδόν]] Α<br /><b>επίρρ.</b> άφθονα, με ορμητική ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i> του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αναφαν</i>-<i>δόν</i>). Ο τ. [[ῥουδόν]] ῥευστικῶς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] [[διαλεκτικός]], πιθ. [[λακωνικός]]].
|mltxt=και [[ῥουδόν]] Α<br /><b>επίρρ.</b> άφθονα, με ορμητική ροή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i> του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αναφαν</i>-<i>δόν</i>). Ο τ. [[ῥουδόν]] ῥευστικῶς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] [[διαλεκτικός]], πιθ. [[λακωνικός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῠδόν:''' επίρρ., = το προηγ., άφθονα, πλούσια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠδόν Medium diacritics: ῥυδόν Low diacritics: ρυδόν Capitals: ΡΥΔΟΝ
Transliteration A: rhydón Transliteration B: rhydon Transliteration C: rydon Beta Code: r(udo/n

English (LSJ)

Adv.

   A = ῥύδην, ῥυδὸν ἀφνειός abundantly rich, Od.15.426: ῥουδόν (Lacon. ?): ῥευστικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 850] adv., = Vorigem, Od. 15, 426. ῥυδὸν ἀφνειός, überflüssig reich.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠδόν: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., κούρη δ’ εἴμ’ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο, «ῥύδην πλοῦτον ἔχοντος, τουτέστι, τῷ πλούτῳ χύδην πλουτοῦντος, ... πλουσίου. (Σχόλ.) Ὀδ. Ο. 426. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυδὸν ἢ ῥύδην· χύδην, δαψιλῶς, ῥευστικῶς, σφοδρῶς».

French (Bailly abrégé)

adv.
avec affluence, en foule, abondamment.
Étymologie: ῥέω, -δον.

English (Autenrieth)

(σρέω): adv., in floods, ‘enormously,’ Od. 15.426†.

Greek Monolingual

και ῥουδόν Α
επίρρ. άφθονα, με ορμητική ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF του ῥέω + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αναφαν-δόν). Ο τ. ῥουδόν ῥευστικῶς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικός, πιθ. λακωνικός].

Greek Monotonic

ῥῠδόν: επίρρ., = το προηγ., άφθονα, πλούσια, σε Ομήρ. Οδ.