σιτηγία: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[σιτηγός]]<br />[[μεταφορά]], [[εισαγωγή]] σιταριού. | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[σιτηγός]]<br />[[μεταφορά]], [[εισαγωγή]] σιταριού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐτηγία:''' ἡ, [[μεταφορά]] ή [[εισαγωγή]] σιτηρών, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ σιτηγός
μεταφορά, εισαγωγή σιταριού.