σιδηροβρώς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[σιδηροβρῶτις]], -ώτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βρώς</i>].
|mltxt=-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και [[σιδηροβρῶτις]], -ώτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-<i>βρώς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρώς Medium diacritics: σιδηροβρώς Low diacritics: σιδηροβρώς Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: sidērobrṓs Transliteration B: sidērobrōs Transliteration C: sidirovros Beta Code: sidhrobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω)

   A iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.

German (Pape)

[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Greek Monotonic

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.