σκάπτειρα: Difference between revisions
From LSJ
(37) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκαπτήρ]]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκαπτήρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.
German (Pape)
[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).
Greek (Liddell-Scott)
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.
Greek Monotonic
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.