σοροπηγός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] φερέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σορός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμαξο</i>-[[πηγός]], <i>ναυ</i>-[[πηγός]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] φερέτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σορός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πηγός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμαξο</i>-[[πηγός]], <i>ναυ</i>-[[πηγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σοροπηγός:''' -οῦ, ὁ ([[πήγνυμι]]), αυτός που κατασκευάζει φέρετρα, σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοροπηγός Medium diacritics: σοροπηγός Low diacritics: σοροπηγός Capitals: ΣΟΡΟΠΗΓΟΣ
Transliteration A: soropēgós Transliteration B: soropēgos Transliteration C: soropigos Beta Code: sorophgo/s

English (LSJ)

ὁ, (πήγνυμι)

   A coffin-maker, Ar.Nu.846, AP11.122 (Callicter?), 123 (Hedyl.):— σορο-πήγιον, τό, his workshop, Poll.7.160.

German (Pape)

[Seite 913] Särge zusammenfügend; Ar. Nubb. 836; öfter in der Anth., wie Ep. ad. 448 (XI, 3), Nicarch. 30 (XI, 122), Hedyl. 5 (V, 199).

Greek (Liddell-Scott)

σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων, σορούς, νεκροθήκας, φέρετρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 846, Ἀνθ. Π. 11. 122, 123· ― σοροπήγιον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 160· ― σοροπηγέω, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 186. 1. 6, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de cercueils.
Étymologie: σορός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής φερέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ναυ-πηγός.

Greek Monotonic

σοροπηγός: -οῦ, ὁ (πήγνυμι), αυτός που κατασκευάζει φέρετρα, σε Αριστοφ., Ανθ.