σκηνύδριον: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[σκηνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[σκηνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκηνύδριον:''' τό, υποκορ. του [[σκηνή]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνύδριον Medium diacritics: σκηνύδριον Low diacritics: σκηνύδριον Capitals: ΣΚΗΝΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: skēnýdrion Transliteration B: skēnydrion Transliteration C: skinydrion Beta Code: skhnu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκηνή.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.