σκαφεύς: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκαφέας]]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκαφέας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάπτω]]), αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:45, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ, (σκάπτω)
A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.). II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.
Greek Monotonic
σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.