συνεξιχνεύω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[ανακαλύπτω]] ύστερα από [[κοινή]] [[έρευνα]] με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξιχνεύω]] «[[εξιχνιάζω]], [[ανακαλύπτω]]»]. | |mltxt=Α<br />[[ανακαλύπτω]] ύστερα από [[κοινή]] [[έρευνα]] με κάποιον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξιχνεύω]] «[[εξιχνιάζω]], [[ανακαλύπτω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεξιχνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξιχνιάζω]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τίτινι</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.
French (Bailly abrégé)
suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monolingual
Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].
Greek Monotonic
συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.