συναπόδημοι: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_15)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπόδημοι''': οἱ, οἱ συναποδημοῦντες, οἱ ἐν τῇ ξένῃ [[ὁμοῦ]] διαμένοντες, αἱ τῶν συναποδημούντων κοινωνίαι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 4931.
|lstext='''συναπόδημοι''': οἱ, οἱ συναποδημοῦντες, οἱ ἐν τῇ ξένῃ [[ὁμοῦ]] διαμένοντες, αἱ τῶν συναποδημούντων κοινωνίαι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 4931.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναπόδημοι:''' οἱ, αυτοί που ζουν [[μακριά]] από τον [[τόπο]] τους, μετανάστες, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπόδημοι Medium diacritics: συναπόδημοι Low diacritics: συναπόδημοι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΔΗΜΟΙ
Transliteration A: synapódēmoi Transliteration B: synapodēmoi Transliteration C: synapodimoi Beta Code: sunapo/dhmoi

English (LSJ)

οἱ,

   A those who go abroad together, Arist.Pol.1263a17, OGI196.5 (Philae): sg. of one who accompanies an Emperor, Lat. comes, σ. τοῦ . . αὐτοκράτορος Ephes.3 No.29.

Greek (Liddell-Scott)

συναπόδημοι: οἱ, οἱ συναποδημοῦντες, οἱ ἐν τῇ ξένῃ ὁμοῦ διαμένοντες, αἱ τῶν συναποδημούντων κοινωνίαι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 4931.

Greek Monotonic

συναπόδημοι: οἱ, αυτοί που ζουν μακριά από τον τόπο τους, μετανάστες, σε Αριστ.