συνοικτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=A<br />[[νιώθω]] και εγώ οίκτο για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκτίζω]] «[[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[οικτίρω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκτος]])].
|mltxt=A<br />[[νιώθω]] και εγώ οίκτο για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκτίζω]] «[[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[οικτίρω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνοικτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τρέφω]] οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, [[συλλυπούμαι]], <i>τινά</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικτίζω Medium diacritics: συνοικτίζω Low diacritics: συνοικτίζω Capitals: ΣΥΝΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: synoiktízō Transliteration B: synoiktizō Transliteration C: synoiktizo Beta Code: sunoikti/zw

English (LSJ)

   A have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

s’apitoyer sur, acc..
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].

Greek Monotonic

συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.