τἆλλα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(40) |
(6) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(στους αττ. συγγραφείς) [[κράση]] [[αντί]] <i>τὰ ἄλλα</i>. | |mltxt=Α<br />(στους αττ. συγγραφείς) [[κράση]] [[αντί]] <i>τὰ ἄλλα</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τἆλλα:''' [[κράση]] αντί <i>τὰ ἄλλα</i>· τἆμά, αντί <i>τὰ ἐμά</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1065] od. τἄλλα, zsgz. statt τὰ ἄλλα, Hom., am häufigsten bei den Att., auch als adv., in andrer Hinsicht, im Uebrigen, sonst; über die Accentuation Wolf Anal. II p. 431.
Greek (Liddell-Scott)
τἆλλα: ἢ τἄλλα, κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἄλλα, (ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τεύχ. Ε΄, σ. 24), - τἀμά. ἀντὶ τὰ ἐμά.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἄλλα, v. ἄλλος.
English (Autenrieth)
see ἄλλος.
Greek Monolingual
Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἄλλα.
Greek Monotonic
τἆλλα: κράση αντί τὰ ἄλλα· τἆμά, αντί τὰ ἐμά.