συννέω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (Ι) «[[πλέω]]», [[κολυμπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />και ιων. τ. [[συννήω]] Α<br />[[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] [[μαζί]] (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἀκόντια καὶ τοιαῡτα [[πάντα]] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III) «[[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (Ι) «[[πλέω]]», [[κολυμπώ]]»].———————— <b>(II)</b><br />και ιων. τ. [[συννήω]] Α<br />[[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] [[μαζί]] (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἀκόντια καὶ τοιαῡτα [[πάντα]] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> (III) «[[μαζεύω]], [[συσσωρεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συννέω:''' μέλ. [[νεύσομαι]], [[κολυμπώ]] μαζί ή με, σε Λουκ.<br /><b class="num">• [[συννέω]]:</b> μέλ. <i>-νήσω</i>, [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[επισωρεύω]], σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. <i>ξυννενημένος</i>, σε Θουκ.· Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. <i>συννενέᾰται</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), (νέω A)
A swim together, Luc.Tox.20, Ael.NA1.17; τινι Luc.Philops.34.
συννέω (B), (νέω c)
A pile or heap together, heap up, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Hdt.1.34; συννήσας πυρήν ib.86, 7.107:— Ion. 3pl. pf. Pass. συννενέᾰται Id.2.135, 4.62; τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων Th.7.87.
Greek (Liddell-Scott)
συννέω: (πρβλ. νέω Δ) μέλλ. -νήσω· συσσωρεύω, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Ἡρόδ. 1. 34· συννήσας πυρὴν αὐτόθι 86., 7. 107· Ἰων. παθ. πρκμ. γϳ πρόσ. ἑνικ. συννενέαται Ἡρόδ. 2. 135, 4. 62 τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἀλλήλοις ξυννενημένων Θουκ. 7. 87.
French (Bailly abrégé)
1nager avec, τινι.
Étymologie: σύν, νέω².
2filer ou tisser ensemble.
Étymologie: σύν, νέω³.
3f. συννήσω, ao. συνένησα, pf. Pass. συννένημαι;
entasser, amonceler : πυρήν HDT construire un bûcher avec du bois amoncelé ; τῶν νεκρῶν ἐπ’ ἀλλήλοις ξυννενημένων THC les cadavres étant amoncelés les uns sur les autres.
Étymologie: σύν, νέω⁴.
Greek Monolingual
(I)
Α
κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»].———————— (II)
και ιων. τ. συννήω Α
συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ.
β. «ἀκόντια καὶ τοιαῡτα πάντα ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].
Greek Monotonic
συννέω: μέλ. νεύσομαι, κολυμπώ μαζί ή με, σε Λουκ.
• συννέω: μέλ. -νήσω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, επισωρεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. ξυννενημένος, σε Θουκ.· Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. συννενέᾰται, σε Ηρόδ.