τέκνωσις: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[τεκνῶ]]<br /><b>1.</b> [[απόκτηση]] τέκνων<br /><b>2.</b> [[υιοθεσία]].
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[τεκνῶ]]<br /><b>1.</b> [[απόκτηση]] τέκνων<br /><b>2.</b> [[υιοθεσία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέκνωσις:''' -εως, ἡ, [[γέννηση]], [[απόκτηση]] παιδιών, <i>τέκνωσιν ποιεῖσθαι</i>, έχω [[παιδιά]], [[αποκτώ]] [[τέκνα]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέκνωσις Medium diacritics: τέκνωσις Low diacritics: τέκνωσις Capitals: ΤΕΚΝΩΣΙΣ
Transliteration A: téknōsis Transliteration B: teknōsis Transliteration C: teknosis Beta Code: te/knwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A begetting, bearing, τέκνωσιν ποιεῖσθαι to have children, Th.2.44; γίγνεται ἡ τ. τινός Agathocl.2; τὴν τ. ποιεῖσθαι, of birds, Arist.HA618a26.    II adoption, D.S.4.39.

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, das Kindererzeugen, Gebären, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, = τεκνοῦν, Thuc. 2, 44. – Auch das an Kindesstatt Annehmen, Adoptiren, D. Sic. 4, 39.

Greek (Liddell-Scott)

τέκνωσις: -εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, τίκτειν, τέκνωσιν ποιοῦμαι, τεκνοποιοῦμαι, κτῶμαι τέκνα, Θουκ. 2. 44· γίγνεται ἡ τ. τινος Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 375F· - τὴν τ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 4. ΙΙ. Υἱοθεσία, Διόδ. 4. 39, 67.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
procréation, enfantement : τέκνωσιν ποιεῖσθαι THC mettre des enfants au monde.
Étymologie: τεκνόω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α τεκνῶ
1. απόκτηση τέκνων
2. υιοθεσία.

Greek Monotonic

τέκνωσις: -εως, ἡ, γέννηση, απόκτηση παιδιών, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, έχω παιδιά, αποκτώ τέκνα, σε Θουκ.