Σωκρατικός: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Socrate <i>ou</i> de son école, socratique.<br />'''Étymologie:''' [[Σωκράτης]]. | |btext=ή, όν :<br />de Socrate <i>ou</i> de son école, socratique.<br />'''Étymologie:''' [[Σωκράτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Σωκρᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>οἱ Σωκρατικοί</i>, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], με τον τρόπο του Σωκράτη, το [[more]] Socratico, του Κικ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A Socratic, of Socrates, λόγοι Arist. Po.1447b11; μνημονεύματα Phld.Vit.p.41 J.; ἐπιστολαί Wilcken Chr. 155 (iii A.D.); οἱ Σ. the philosophers of his school, Luc.Am.23. Adv. -κῶς more Socratico, Cic.Att.2.3.3.
German (Pape)
[Seite 1059] adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.
Greek (Liddell-Scott)
Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, λόγος τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Socrate ou de son école, socratique.
Étymologie: Σωκράτης.
Greek Monotonic
Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· οἱ Σωκρατικοί, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο του Σωκράτη, το more Socratico, του Κικ.