τελωνικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τελώνης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τελωνία]] («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελωνικά</i><br />τα [[τέλη]], οι φόροι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελωνικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τελώνης]] του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τελώνης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τελωνία]] («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελωνικά</i><br />τα [[τέλη]], οι φόροι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελωνικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τελώνης]] του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τελωνικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει το [[έργο]] του τελώνη, <i>τ. νόμοι</i> οι νόμοι που ρυθμίζουν τις τελωνιακές διαδικασίες, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνικός Medium diacritics: τελωνικός Low diacritics: τελωνικός Capitals: ΤΕΛΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: telōnikós Transliteration B: telōnikos Transliteration C: telonikos Beta Code: telwniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relating to tax-farming, νόμοι D.24.101, PRev.Laws21.12 (iii B.C.); πρόσοδοι Plu.2.201b; τὰ τ. the tolls, Pl. Lg.842d.    2 of or for tax-farmers, of certain μοῖραι in Cancer, Vett. Val.15.16.

German (Pape)

[Seite 1089] ή, όν, vom Zolleinnehmer, ihn betreffend, zöllnerisch; Plat. Legg. VIII, 842 d; νόμοι, Dem. 24, 101; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τελωνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τελωνίαν· τελ. νόμοι, οἱ ἀποβλέποντες εἰς τοὺς φόρους καὶ τοὺς δασμούς, Δημ. 732. 1· πρόσοδοι Πλούτ. 2. 201Α· - τὰ τελωνικά, τὰ τέλη, Πλάτ. Νόμ. 842D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de fermier général, de publicain.
Étymologie: τελώνης.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τελώνης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελωνία («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», Δημοσθ.)
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελωνικά
τα τέλη, οι φόροι.
επίρρ...
τελωνικῶς Α
όπως ο τελώνης του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.).

Greek Monotonic

τελωνικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει το έργο του τελώνη, τ. νόμοι οι νόμοι που ρυθμίζουν τις τελωνιακές διαδικασίες, σε Δημ.