τριάζω: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τριάσσω]] και αττ. τ. τριάττω Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πυγμάχο ή [[παλαιστή]]) [[νικώ]] [[τρεις]] φορές σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρι</i>- του αριθμτ. [[τρεῖς]], [[τρία]]. | |mltxt=και [[τριάσσω]] και αττ. τ. τριάττω Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για πυγμάχο ή [[παλαιστή]]) [[νικώ]] [[τρεις]] φορές σε αγώνα<br /><b>2.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρι</i>- του αριθμτ. [[τρεῖς]], [[τρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριάζω:''' μέλ. <i>τριάξω</i>, ([[τρία]]), [[νικώ]], λέγεται για [[παλαιστή]], ο [[οποίος]] δε λογιζόταν [[νικητής]] αν δεν νικούσε τον αντίπαλό του με [[τρία]] χτυπήματα (<i>παλαίσματα</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(pres. only in compd. ἀπο-), aor.
A ἐτρίασα Theo Sm., Iamb. (v. infr.), and τρῐάσσω, EM765.37, Att. τριάττω Zonar.:—conquer, vanquish, properly of a wrestler, who did not win until he had thrice thrown his adversary, or conquered him in three bouts (παλαίσματα), τριαχθῆναι Thugen.1, cf. Suid. (Hence τριακτήρ, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω.) II multiply by three, Theo Sm.p.29 H., Iamb.in Nic. p.60 P.
Greek (Liddell-Scott)
τριάζω: μέλλ. -άσω, καὶ τριάσσω, μέλλ. -ξω· (τρία). Νικῶ, εἶμαι νικητής, κυρίως ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις δὲν ἐλογίζετο νικητής, ἐὰν μὴ κατέβαλλε τρὶς τὸν ἀντίπαλόν του ἢ ἂν μὴ ἐνίκα αὐτὸν διὰ τριῶν παλαισμάτων, δηλ. τεχνασμάτων παλαιστικῶν, «τριαχθῆναι λέγουσιν οἱ παλαιστρι[τι]κοὶ ἀντὶ τοῦ τρὶς πεσεῖν, ἢ τὸ τρὶς τροχάσαντα (Φώτ. στοχάσαντα) νικηθῆναι... οὕτως Θουγενίδης ἐν Δικασταῖς» Σουΐδ., Φώτ. ἐν λέξ. τριαχθῆναι, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 338 (ἔνδα ἴδε Σχόλ.), Εὐμ. 58, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13, Ἀνθ. Π. 11. 316, Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 256Κ· οὕτω, διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι, εἶμαι χαμένος, Εὐρ. Ὀρ. 434. ΙΙ. πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, τριπλασιάζω, Ἀρχ. Ἀριθμ. (Ἐντεῦθεν τριακτήρ, τριακτός, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω).
French (Bailly abrégé)
2multiplier par trois, tripler.
Étymologie: τρεῖς.
Greek Monolingual
και τριάσσω και αττ. τ. τριάττω Α
1. (ιδίως για πυγμάχο ή παλαιστή) νικώ τρεις φορές σε αγώνα
2. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι- του αριθμτ. τρεῖς, τρία.
Greek Monotonic
τριάζω: μέλ. τριάξω, (τρία), νικώ, λέγεται για παλαιστή, ο οποίος δε λογιζόταν νικητής αν δεν νικούσε τον αντίπαλό του με τρία χτυπήματα (παλαίσματα).