τρυχηρός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> [[βασανιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρῦχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> [[βασανιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρῦχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῡχηρός:''' -ά, -όν ([[τρῦχος]]), [[ρακώδης]], κουρελιασμένος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡχηρός Medium diacritics: τρυχηρός Low diacritics: τρυχηρός Capitals: ΤΡΥΧΗΡΟΣ
Transliteration A: trychērós Transliteration B: trychēros Transliteration C: trychiros Beta Code: truxhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496.    II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].

Greek Monotonic

τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.