ὑπερβαρής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[βαρύς]] (α. «[[δαίμων]] [[ὑπερβαρής]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-<i>βαρής</i>, <i>κατα</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[βαρύς]] (α. «[[δαίμων]] [[ὑπερβαρής]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-<i>βαρής</i>, <i>κατα</i>-<i>βαρής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβαρής:''' -ές ([[βάρος]]), υπερβολικά [[βαρύς]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰρής Medium diacritics: ὑπερβαρής Low diacritics: υπερβαρής Capitals: ΥΠΕΡΒΑΡΗΣ
Transliteration A: hyperbarḗs Transliteration B: hyperbarēs Transliteration C: ypervaris Beta Code: u(perbarh/s

English (LSJ)

ές,

   A exceedingly heavy, δαίμων A.Ag.1175 (lyr.); τὰν τύχαν . . τὰν ὑπερβάρεα IGRom.4.1302 (Cyme, i B. C./i A. D.); ὑ. ἀνάβασις τοῦ Νείλου POxy.486.32 (ii A. D.):—but ὑπέρβᾰρυς, υ, in Hp.Art. 46, Gal.7.587.

German (Pape)

[Seite 1192] ές, überlastet; übertr., sehr schwer, δαίμων Aesch. Ag. 1148.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαρής: -ές, καθ’ ὑπερβολὴν βαρύς, τὰν ὑπερβάρεα Ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 15· - ἀλλ’ ὁ τύπος ὑπέρβᾰρυς, υ, οἷον ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811 προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Λοβ. εἰς Φρύν. 539· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1175, ὑπερβαρὴς εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Paley ἔχει ὕπερθεν βαρύς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trop lourd ; trop grand.
Étymologie: ὑπέρ, βάρος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ.
β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι-βαρής, κατα-βαρής].

Greek Monotonic

ὑπερβαρής: -ές (βάρος), υπερβολικά βαρύς, σε Αισχύλ.