ὑπόπορτις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όρτιος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[αγελάδα]]) αυτή που έχει [[κάτω]] από τον μαστό της [[μοσχάρι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μητέρα]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρτις]] «νεαρή [[αγελάδα]]»].
|mltxt=-όρτιος, ἡ, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[αγελάδα]]) αυτή που έχει [[κάτω]] από τον μαστό της [[μοσχάρι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μητέρα]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόρτις]] «νεαρή [[αγελάδα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόπορτις:''' -ιος, ἡ, αυτή που έχει από [[κάτω]] της ένα [[μοσχαράκι]], λέγεται για [[αγελάδα]]· μεταφ., για [[γυναίκα]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόπορτις Medium diacritics: ὑπόπορτις Low diacritics: υπόπορτις Capitals: ΥΠΟΠΟΡΤΙΣ
Transliteration A: hypóportis Transliteration B: hypoportis Transliteration C: ypoportis Beta Code: u(po/portis

English (LSJ)

ιος, ἡ,

   A with a calf under her, of a cow: metaph. of a mother with a child at the breast, Hes.Op.603; cf. ὕπαρνος.

German (Pape)

[Seite 1229] ιος, ἡ, eine Kuh, die ein Kalb unter sich hat und säugt, übh. eine Mutter, die ein Kind an der Brust hat, Hes. O. 605.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, ἔχουσα μόσχον ὑποκάτω, ἐπὶ ἀγελάδος· - μεταφ. ἐπὶ μητρὸς ἐχούσης τέκνον εἰς τὸν μαστόν, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601· πρβλ. ὕπαρνος, ὑπόπωλος.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
mère qui allaite.
Étymologie: ὑπό, πόρτις.

Greek Monolingual

-όρτιος, ἡ, Α
(επικ. τ.)
1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι
2. μτφ. μητέρα που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόρτις «νεαρή αγελάδα»].

Greek Monotonic

ὑπόπορτις: -ιος, ἡ, αυτή που έχει από κάτω της ένα μοσχαράκι, λέγεται για αγελάδα· μεταφ., για γυναίκα, σε Ησίοδ.