ὑψιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον [[ἔσκον]] ἔγωγε [[πελώριος]] [[ἐνθάδε]] [[τύμβος]], [[ὑψιπαγής]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον [[ἔσκον]] ἔγωγε [[πελώριος]] [[ἐνθάδε]] [[τύμβος]], [[ὑψιπαγής]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>παγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψῐπᾰγής:''' -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, [[πανύψηλος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:22, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπᾰγής Medium diacritics: ὑψιπαγής Low diacritics: υψιπαγής Capitals: ΥΨΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: hypsipagḗs Transliteration B: hypsipagēs Transliteration C: ypsipagis Beta Code: u(yipagh/s

English (LSJ)

ές,

   A high-built, towering, Σίπυλος APl.4.132 (Theodorid.).    2 set on high, ὅπλα ὑ. κρεμάσασα Nonn.D.2.712.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπᾰγής: -ές, ὁ ἐν τῷ ὕψει ἐστερεωμένος, ὑψηλός, Ἀνθ. Π. 8. 177, Πλαν. 132.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se dresse fixe.
Étymologie: ὕψι, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ-παγής].

Greek Monotonic

ὑψῐπᾰγής: -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, πανύψηλος, σε Ανθ.