φιλαργυρία: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(45) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλάργυρος]]<br />υπερβολική [[αγάπη]] για τα χρήματα, [[φιλοχρηματία]], τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η [[φιλαργυρία]] του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.<br />γ. «[[ῥίζα]] γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», ΚΔ). | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλάργυρος]]<br />υπερβολική [[αγάπη]] για τα χρήματα, [[φιλοχρηματία]], τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η [[φιλαργυρία]] του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.<br />γ. «[[ῥίζα]] γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλαργῠρία:''' ἡ, [[αγάπη]] για τα χρήματα, [[απληστία]], σε Ισοκρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A love of money, avarice, Hp.Ep.16, Democr. 222, Isoc.8.96, Din.1.22, Diph.94, Plb.9.25.4, al., 1 Ep.Ti.6.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1275] ἡ, Geldliebe, Habsucht; Isocr. 8, 96; Din. 1, 22; Pol. 9, 25, 4; Sp., wie Nicarch. 18 (XI, 169); Luc. Nigr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλαργυρία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ ἀργυρίου, ἀπληστία, Ἰσοκρ. 178D, Δείναρχ. 93. 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 14, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour de l’argent, avarice.
Étymologie: φιλάργυρος.
English (Strong)
from φιλάργυρος; avarice: love of money.
English (Thayer)
φιλαργυριας, ἡ (φιλάργυρος), love of money, avarice: Isocrates, Polybius, Cebes (399 B.C.>) tab. c. 23; Diodorus 5,26; (Diogenes Laërtius 6,50; Stobaeus, flor. 10,38; Philo de mat. nom. § 40); Plutarch, Lucian, Herodian, 6,9, 17 (8); Trench, Synonyms, § xxiv.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλάργυρος
υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τον έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ.
γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», ΚΔ).
Greek Monotonic
φῐλαργῠρία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, απληστία, σε Ισοκρ. κ.λπ.