ὑψίπολις: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] ένδοξης πόλης<br /><b>2.</b> ο ύψιστος [[πολίτης]] μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την [[πόλη]] του, την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πολις</i>)]. | |mltxt=-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] ένδοξης πόλης<br /><b>2.</b> ο ύψιστος [[πολίτης]] μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την [[πόλη]] του, την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>πολις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψίπολις:''' ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ,
A citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.
Greek Monolingual
-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].
Greek Monotonic
ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.