ὑψίπους: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])]. | |mltxt=-ουν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ψηλά]] πόδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για νόμο) αυτός που [[είναι]] [[ανώτερος]] από την ανθρώπινη [[αυθαιρεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψίπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που πατάει [[ψηλά]], δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A high-footed, i.e. high-reared, lofty, νόμοι S.OT866 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπους: ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ πατῶν, ὑψηλός, Λατ. sublimis, νόμοι… ὑψίποδες, ὑψοῦ πατοῦντες, ὑψηλοί, Σοφ. Ο. Τ. 866, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds élevés ; élevé ; sublime.
Étymologie: ὕψι, πούς.
Greek Monolingual
-ουν, Α
1. αυτός που έχει ψηλά πόδια
2. μτφ. (για νόμο) αυτός που είναι ανώτερος από την ανθρώπινη αυθαιρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πούς, ποδός (πρβλ. ἀρτί-πους)].
Greek Monotonic
ὑψίπους: ὁ, ἡ, αυτός που πατάει ψηλά, δηλ. ψηλός, δεσπόζων, σε Σοφ.