φρονούντως: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φρονίμως]], με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φρονῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. ενεστ. του ρ. <i>φρονῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φρονίμως]], με [[φρόνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φρονῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. ενεστ. του ρ. <i>φρονῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρονούντως:''' επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του [[φρονέω]], [[φρόνιμα]], συνετά (με [[φρόνηση]], με [[σύνεση]]), σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονούντως Medium diacritics: φρονούντως Low diacritics: φρονούντως Capitals: ΦΡΟΝΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: phronoúntōs Transliteration B: phronountōs Transliteration C: fronoyntos Beta Code: fronou/ntws

English (LSJ)

Adv. part. pres. Act. of φρονέω,

   A wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.

Greek (Liddell-Scott)

φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, avec prudence.
Étymologie: φρονέω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. του ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

φρονούντως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του φρονέω, φρόνιμα, συνετά (με φρόνηση, με σύνεση), σε Σοφ.