φύξις: Difference between revisions
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φυγή]], το να φεύγει [[κανείς]] για να σωθεί<br /><b>2.</b> [[διαφυγή]], το να αποφεύγει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[φύξις]] θανάτου», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυξ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. [[φεύγω]] (<b>πρβλ.</b> το [[ριζικό]] όν. <i>φύξ</i>). Η λ., [[εκτός]] από την [[ενέργεια]], θα [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (<b>πρβλ.</b> τα σύνθ. με <i>φυξι</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[φεύγω]])]. | |mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φυγή]], το να φεύγει [[κανείς]] για να σωθεί<br /><b>2.</b> [[διαφυγή]], το να αποφεύγει [[κάποιος]] [[κάτι]] («[[φύξις]] θανάτου», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυξ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. [[φεύγω]] (<b>πρβλ.</b> το [[ριζικό]] όν. <i>φύξ</i>). Η λ., [[εκτός]] από την [[ενέργεια]], θα [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (<b>πρβλ.</b> τα σύνθ. με <i>φυξι</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[φεύγω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φύξις:''' -εως, ἡ, = [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, older and poet. form of φεῦξις,
A = φυγή, Il.10.311, 447. II refuge, escape, θανάτου Nic.Th.588.
German (Pape)
[Seite 1316] ἡ, ältere, bes. poetische Form statt φεῦξις, – 1) Flucht, Il. 10, 311. 447. – 2) Zuflucht, Nic. Th. 588; vgl. Lob. Phryn. 727.
Greek (Liddell-Scott)
φύξις: -εως, ἡ, παλαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φεῦξις (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 726), = φυγή, Ἰλ. Κ. 311, 447. ΙΙ. καταφυγή, ἀποφυγή, ἐκφυγή, θανάτοιο Νικ. Θηρ. 588.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fuite.
Étymologie: φεύγω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. φυγή, το να φεύγει κανείς για να σωθεί
2. διαφυγή, το να αποφεύγει κάποιος κάτι («φύξις θανάτου», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ). Η λ., εκτός από την ενέργεια, θα πρέπει να δήλωνε αρχικά και τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. τα σύνθ. με φυξι-, βλ. λ. φεύγω)].
Greek Monotonic
φύξις: -εως, ἡ, = φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.