φύγαδε: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σε [[κατάσταση]] φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φύγα</i>, αιτ. της λ. <i>φύξ</i>, [[φυγός]] «[[φυγή]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρήνην</i>-<i>δε</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>φύξ</i>]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σε [[κατάσταση]] φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φύγα</i>, αιτ. της λ. <i>φύξ</i>, [[φυγός]] «[[φυγή]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρήνην</i>-<i>δε</i>), <b>βλ.</b> και λ. <i>φύξ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φύγᾰδε:''' επίρρ. (<i>φῠγή</i>) όπως [[φόβονδε]], μέσω φυγής ή δραπέτευσης, <i>φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους</i>, έτρεψε τα άλογά του σε [[φυγή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (φῠγή)
A to flight, φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους Il.8.157, cf. 257; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας 11.446; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος 16.697.
German (Pape)
[Seite 1311] adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.
Greek (Liddell-Scott)
φύγᾰδε: Ἐπίρρ. (φυγὴ) ὡς τὸ φόβονδε, εἰς φυγήν, φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 157, 257· φύγαδ’ ὑποστρέψας Λ. 446· ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697· πρβλ. φύγδα.
French (Bailly abrégé)
adv.
en fuite avec mouv.
Étymologie: φυγή, -δε.
English (Autenrieth)
to flight. (Il.)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε), βλ. και λ. φύξ].
Greek Monotonic
φύγᾰδε: επίρρ. (φῠγή) όπως φόβονδε, μέσω φυγής ή δραπέτευσης, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους, έτρεψε τα άλογά του σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.