χόλιξ: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ικος, ή, και μτγν<br />τ. [[χόλιξ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ χόλικες</i><br />τα έντερα του βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. στον εν.) [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[χολάς]], σχηματισμένος με διαφορετικό [[επίθημα]], πιθ. αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἕλιξ]].
|mltxt=-ικος, ή, και μτγν<br />τ. [[χόλιξ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ χόλικες</i><br />τα έντερα του βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. στον εν.) [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[χολάς]], σχηματισμένος με διαφορετικό [[επίθημα]], πιθ. αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἕλιξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χόλιξ:''' -ῐκος, ἡ, [[κυρίως]] σε πληθ. <i>χόλικες</i>, όπως το [[χολάδες]], έντερα ή [[εντόσθια]] βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόλιξ Medium diacritics: χόλιξ Low diacritics: χόλιξ Capitals: ΧΟΛΙΞ
Transliteration A: chólix Transliteration B: cholix Transliteration C: choliks Beta Code: xo/lic

English (LSJ)

ῐκος, ἡ, later ὁ (Phryn.283, Id.PS p.125 B.):—mostly in pl. χόλικες,

   A = χολάδες, guts or bowels of oxen, χόλικες βοός Pherecr.108.15, Eub.63.4 (anap.); without βοός, Ar.Ra.576, Fr.82 (anap.); χόλικες ἑφθαί Id.Pax717:sg., Id.Eq.1179, Milet.6.21 (V B.C.); Com. κρόκης χόλιξ wool-sausages, cf. κρόκη 1.3. (Cf. χολάς.)

German (Pape)

[Seite 1363] ικος, ἡ, später auch ὁ, s. Lob. Phryn. 310 u. Moeris; gew. im plur. χόλικες, die Eingeweide, Gedärme, Kaldaunen; ἑφθαί Ar. Equ. 1175 Vesp 1144 Pax 701; χόλικες βοός Pherecrat. bei Ath VI, 269 a.

Greek (Liddell-Scott)

χόλιξ: ῐκος, ἡ, μεταγεν. ὁ (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 310, Δινδόρφ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 576)· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χόλικες, ὡς τὸ χολάδες, τὰ ἔντερα τῶν βοῶν, χόλικες βοὸς Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13, Εὔβουλος ἐν «Λάκωσιν» 1, 4· καὶ ἄνευ τοῦ βοός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἔνθ’ ἀνωτ., 52· χόλικες ἐφθαὶ ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 717· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1179· ― περὶ τοῦ κρόκης χόλιξ, ἴδε κρόκη Ι. 3. (Ἴδε ἐν λ. χολάς.)

French (Bailly abrégé)

χόλικος (ἡ) :
boyau ; d’ord. αἱ χόλικες tripes.
Étymologie: DELG cf. χολάδες.

Greek Monolingual

-ικος, ή, και μτγν
τ. χόλιξ, ὁ, Α
1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες
τα έντερα του βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.)
2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό επίθημα, πιθ. αναλογικά προς τον τ. ἕλιξ.

Greek Monotonic

χόλιξ: -ῐκος, ἡ, κυρίως σε πληθ. χόλικες, όπως το χολάδες, έντερα ή εντόσθια βοδιών, σε Αριστοφ.· σε ενικ., στον ίδ.