χρυσίτης: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(47b) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που περιέχει χρυσό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[χρυσίτης]]<br />[[εἶδος]] λίθου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που περιέχει χρυσό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[χρυσίτης]]<br />[[εἶδος]] λίθου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. [[χρυσῖτις]], -ιδος, όπως το [[χρυσός]], αυτός που περιέχει χρυσό, [[ψάμμος]] [[χρυσῖτις]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, mostly in fem. χρυσῖτις, ιδος,
A like gold, containing gold, ηάμμος χρυσῖτις Hdt.3.102, Str.3.2.8; λίθος IG22.1424a.254; χ. σποδός a yellow powder used for the eyes, Hp.Mul. 1.103; χ. γῆ Gal.12.184; χρυσῖτις alone, a form of λιθάργυρος, Dsc. 5.87. II ἡ χ. gold-dust or ore, Plu.2.526b. 2 touchstone, lapis Lydins, Poll.7.102. 3 = χρυσοκόμη, Dsc.4.55.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, fem. χρυσῖτις, goldartig, goldhaltig, ψάμμος Her. 3, 102, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ θηλ., χρυσῖτης, ιδος, ὅμοιος χρυσῷ, περιέχων χρυσόν, ψάμμος χρυσῖτις Ἡρόδ. 3. 102, Στράβ. 146· χρ. σποδός, κιτρίνη τις κόνις χρησιμεύουσα εἰς θεραπείαν τῶν ὀφθαλμῶν, Foës. Oec. Hipp. II. ἡ χρ., χῶμα περιέχον χρυσόν, γῆ μεταλλικὴ περιέχουσα χρυσόν, Πλούτ. 2. 526Α. 2) ἡ δοκιμαστικὴ ἢ λυδία λίθος, lapis Ludius, Πολυδ. Ζ΄, 102. 3) χρυσοκόμη, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1· = ἀείζωον τὸ μέγα, Διοσκ. 88 (89) ἐκ τῶν Νόθων.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που περιέχει χρυσό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσίτης
εἶδος λίθου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίτης].
Greek Monotonic
χρῡσίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. χρυσῖτις, -ιδος, όπως το χρυσός, αυτός που περιέχει χρυσό, ψάμμος χρυσῖτις, σε Ηρόδ.