χρηστοήθης: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όηθες, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει χρηστά ήθη, [[ενάρετος]], [[έντιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>].
|mltxt=-όηθες, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει χρηστά ήθη, [[ενάρετος]], [[έντιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>ήθης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρηστοήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), [[χρηστός]], [[αγαθός]] στα ήθη, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστοήθης Medium diacritics: χρηστοήθης Low diacritics: χρηστοήθης Capitals: ΧΡΗΣΤΟΗΘΗΣ
Transliteration A: chrēstoḗthēs Transliteration B: chrēstoēthēs Transliteration C: christoithis Beta Code: xrhstoh/qhs

English (LSJ)

ες,

   A good-natured, well-disposed, Arist.Rh.1395b17, Ptol.Tetr.163, al.

German (Pape)

[Seite 1376] ες, gutmüthig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστοήθης: -ες, χρηστὸς τὰ ἤθη, καλῆς διαθέσεως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 16.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’un caractère bon et honnête.
Étymologie: χρηστός, ἦθος.

Greek Monolingual

-όηθες, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο-ήθης].

Greek Monotonic

χρηστοήθης: -ες (ἦθος), χρηστός, αγαθός στα ήθη, σε Αριστ.